- οὐνόματι
- ὄνομαnameneut dat sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαισχύνομαι — ἐπαισχύνομαι (AM) (αποθ.) ντρέπομαι να κάνω ή να υποστώ κάτι («πολλῶν πάροιθεν καιρίως εἰρημένων τἀναντία εἰπεῑν οὐκ ἐπαισχυνθήσομαι», Αισχύλ.) αρχ. 1. ντρέπομαι για κάτι («φαίνονταί μοι οἱ πολλοὶ αὐτῶν ἐπαισχύνεσθαι τῷ οὐνόματι», Ηρόδ.) 2. (με… … Dictionary of Greek
κατακρατώ — (AM κατακρατῶ, έω) νεοελλ. κρατώ κάποιον δια τής βίας και παρά τον νόμο ή έχω κάτι υπό την κατοχή μου χωρίς να έχω το δικαίωμα μσν. 1. καταβάλλω, νικώ 2. κρατώ κάτι στα χέρια μου για πολλή ώρα 3. συγκρατώ, εμποδίζω 4. κρατώ κάτι στη μνήμη μου,… … Dictionary of Greek
οὐνόμαθ' — οὐνόματα , ὄνομα name neut nom/voc/acc pl (epic ionic) οὐνόματι , ὄνομα name neut dat sg (epic ionic) οὐνόματε , ὄνομα name neut nom/voc/acc dual (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐνόματ' — οὐνόματα , ὄνομα name neut nom/voc/acc pl (epic ionic) οὐνόματι , ὄνομα name neut dat sg (epic ionic) οὐνόματε , ὄνομα name neut nom/voc/acc dual (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)